- ἐξέπεμπεν
- ἐκπέμπωsend outimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωτακουστής — ο / ὠτακουστής, ΝΑ [ὠτακουστῶ] άτομο που κρυφακούει αρχ. κατάσκοπος που χρησιμοποιούσαν ιδίως οι τύραννοι («τοὺς ὠτακουστὰς ἐξέπεμπεν Ἱέρων, ὅπου τις εἴη συνουσία καὶ σύλλογος», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek